λιπόσαρκος

λιπόσαρκος
-η, -ο (AM λιπόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λίγες σάρκες, ισχνός, αδύνατος
μσν.
(για πληγή) αυτή που αφήνει οπή, ουλή
αρχ.
φρ. «σκῆνος λιπόσαρκον» — σκελετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιπόσαρκος — lean masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόσαρκος, -η — ο ο αδύνατος, ο λιγνός, ο ισχνός: Δεν έχω ξαναδεί πιο λιπόσαρκο άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπόσαρκον — λιπόσαρκος lean masc/fem acc sg λιπόσαρκος lean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποσάρκων — λιπόσαρκος lean masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόσαρκα — λιπόσαρκος lean neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόσαρκοι — λιπόσαρκος lean masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποσαρκώ — λιποσαρκῶ, έω (AM) [λιπόσαρκος] γίνομαι λιπόσαρκος …   Dictionary of Greek

  • ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …   Dictionary of Greek

  • ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”